- αντίχορδος
- ἀντίχορδος, -ον (Α)1. αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον άλλο, ο αντίθετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίχορδα — ἀντίχορδος concordant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek